παναίολος — παναίολος, ον (Α) 1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα 2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.) 3. πολυειδής, πολλαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰόλος «ευμετάβολος»] … Dictionary of Greek
παναίολος — shot with many colours masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολον — παναίολος shot with many colours masc/fem acc sg παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολα — παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολε — παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναίολ' — παναίολα , παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl παναίολε , παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek