παναίολος

παναίολος
πᾰν-αίολος, ον,
A shot with many colours, glancing,

ζωστήρ 4.186

, 215, 10.77;

θώρηξ 11.374

;

σάκος 13.552

, Hes.Sc.139; star-spangled,

π. οὐρανός Orph.H.4.7

, Fr.238.
II metaph., manifold,

βάγματα A.Pers.636

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παναίολος — παναίολος, ον (Α) 1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα 2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.) 3. πολυειδής, πολλαπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰόλος «ευμετάβολος»] …   Dictionary of Greek

  • παναίολος — shot with many colours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολον — παναίολος shot with many colours masc/fem acc sg παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολα — παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολε — παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναίολ' — παναίολα , παναίολος shot with many colours neut nom/voc/acc pl παναίολε , παναίολος shot with many colours masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”